ἐποπτεύων

ἐποπτεύων
ἐποπτεύω
overlook
pres part act masc nom sg
ἐποπτεύω
overlook
pres part act masc nom sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • HAMAXA — regio Bithyniae. Steph. Item sidus quod nos Septentriones dicimus, a siguar, quia plaustri simile videtur. A. Gell. l. 2. c. 21. Hom. Odyss. ε. Α῎ρκτον θ᾿ ἣν καὶ Α῞μαξαν ἐπίκλησιν καλέονται. Leander apud Musaeum, Καί μιν ἐποπτεύων ουκ ὄψομαι… …   Hofmann J. Lexicon universale

  • επίπλους — (I) ο (Α ἐπίπλους) [πλους] ο πλους εναντίον κάποιου, η έφοδος, η επίθεση πλοίου ή στόλου εναντίον άλλου εχθρικού («μὴ διαφύγοιεν πλέοντες τὸν ἐπίπλουν σφῶν οἱ Ἀθηναῑοι», Θουκ.) αρχ. (σπαν., χωρίς εχθρ. σημ.) ο πλους προς κάποιον, η προσέγγιση… …   Dictionary of Greek

  • επίσκοπος — Ύψιστος βαθμός ιεροσύνης. Αρχικά, ο όρος σήμαινε επιθεωρητής, εποπτεύων, που οι Εβδομήκοντα χρησιμοποίησαν στην ελληνική μετάφραση της Παλαιάς Διαθήκης με τη σημασία του κυβερνήτη και του άρχοντα· με την έννοια του ηγέτη μιας χριστιανικής… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”